μύρρα

μύρρα
Κομμεορητίνη που εξάγεται με εντομές στους βλαστούς και στον κορμό τής κομμιφόρου της αβησσυνιακής και της κομμιφόρου της σιμπέριας (οικογένεια των βουρσεριδών, δικοτυλήδονα), δέντρων της Αραβίας και της Αφρικής. Τα δέντρα αυτά έχουν βλαστούς ακανθωτούς, φύλλα, τρίφυλλα, από τα οποία το κεντρικό είναι μεγαλύτερο, άνθη, κατά επάκριους ή μασχαλιαίους βότρυες και καρπούς δρύπες. Η μ. σε επαφή με τον αέρα στερεοποιείται σε κομμάτια, που έχουν χρώμα κοκκινόμαυρο γυαλιστερό, γεύση πικρή και αρωματική οσμή. Χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και στη φαρμακευτική για την παρασκευή φαρμάκων με διεγερτική ενέργεια επί των οργάνων της πέψης και της καρδιάς.
* * *
η (Α μύρρα)
ευώδης, βαλσαμώδης, χυμός, κομμεορητίνη τής αραβικής μύρτου
αρχ.
1. μυρρίς *
2. αιολ. τ. τού σμύρνα*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. προέρχεται από σημιτικό murru πιθ. από ρίζα mrr «είμαι πικρός» (πρβλ. εβρ. mor / mōr). Τη λ. δανείστηκε και η Λατινική με τις μορφές myrr(h)a, murra, murrina, murretus. H λ., τέλος, έχει συνδεθεί παρετυμολογικά με το μύρον*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μύρρα — μύρρᾱ , μύρρα murru. fem nom/voc/acc dual μύρρᾱ , μύρρα murru. fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μύρρα — Μύρρᾱ , Μύρρα murru. fem nom/voc/acc dual Μύρρα murru. fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μύρρᾳ — Μύρραι , Μύρρα murru. fem nom/voc pl Μύρρᾱͅ , Μύρρα murru. fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρρᾳ — μύρραι , μύρρα murru. fem nom/voc pl μύρρᾱͅ , μύρρα murru. fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μύρρας — Μύρρᾱς , Μύρρα murru. fem acc pl Μύρρᾱς , Μύρρα murru. fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρρας — μύρρᾱς , μύρρα murru. fem acc pl μύρρᾱς , μύρρα murru. fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρραν — μύρρᾱν , μύρρα murru. fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μύρραν — Μύρρα murru. fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μύρρης — Μύρρα murru. fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μύρρης — μύρρα murru. fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”